- ίθυσε
- ἴθυσεἴ̱θῡσε , ἰθύωgo straight: aor ind act 3rd sgἴθῡσε , ἰθύωgo straight: aor ind act 3rd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἴθυσε — ἴ̱θῡσε , ἰθύω go straight aor ind act 3rd sg ἴθῡσε , ἰθύω go straight aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek